ζευκτηρία

ζευκτηρία
ζευκτηρία, ας, ἡ (s. ζεύγνυμι) someth. used to link things (usually two) together, bands, the ropes that tied the rudders (the nautical t.t. is ‘pendant’ or ‘pennant’ [s. OED s.v. ‘pennant’]: LCasson, Ships, etc. in the Ancient World ’71, 228) Ac 27:40 (the adj. ζευκτήριος since Aeschyl., Pers. 736. The subst. neut. = ‘yoke’ in sg. in Aeschyl., Ag. 515; PHerm 95, 18, in pl. τὰ ζευκτήρια. PLond III, 1177, 167 [113 A.D.] p. 185 σχοινίων καὶ ζευκτηρίων; POxy 934, 5; PFlor 16, 26 al. in pap; for the procedure cp. Eur., Hel. 1552 πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, Breusing 102–3).—DELG s.v. ζεύγνυμι I.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζευκτηρίας — ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem acc pl ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτηρίαν — ζευκτηρίᾱν , ζευκτήριος fit for joining fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… …   Dictionary of Greek

  • ζευκτικός — ζευκτικός, ή, όν (Α) [ζευκτός] 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα 2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՌՆԵԼԻ — (լւոյ. մանաւանդ՝ ԽԱՌՆԵԼԻՔ, լեաց.) NBH 1 0927 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. Նոյն ընդ Խառնարան. κρατήρ crater, scyphus. որ թարգմանի նաեւ թակոյկ. Սկահ. Սկահաձեւ. *Ոչ եւս շատանայ իմաստութեան խառնելեաւն, եւ ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”